- γαλβανίζω
- γαλβανίζω, γαλβάνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γαλβανίζω — 1. ηλεκτρίζω κάποιο σώμα χρησιμοποιώντας ηλεκτρική στήλη 2. επενδύω με την επίδραση τού ηλεκτρικού ρεύματος μετάλλινο αντικείμενο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου 3. μεταδίδω σε κάποιον τον ενθουσιασμό μου για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά… … Dictionary of Greek
γαλβανίζω — γαλβάνισα, γαλβανίστηκα, γαλβανισμένος 1. καλύπτω με την επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος ένα μέταλλο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου: Γαλβανισμένος σίδηρος (επικαλυμμένος με ψευδάργυρο). 2. μτφ., μαγεύω, γοητεύω, ενθουσιάζω: Με τη ρητορική του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαλβάνιστος — η, ο [γαλβανίζω] αυτός που δεν έχει υποστεί ή που δεν επιδέχεται γαλβανισμό … Dictionary of Greek